ακονίζω

ακονίζω
και ακονώ -άω (Α ἀκονῶ)
1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω
«ακονίζω το μαχαίρι»
«ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)
«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20)
2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι
«ακονισμένο μυαλό»
«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (Ξεν. Οικ. 21, 3)
3. «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει κάτι με λαιμαργία, ή περιμένει κάτι ευχάριστο
4. «ακονίζει τη γλώσσα του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με ευφράδεια ή οξύτητα (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)
5. «ακονίζει την πένα του» — ετοιμάζεται να γράψει με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σε -ίζω τυπος τού αρχαίου ἀκονῶ λόγω τής (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων ακόνησα, ακονήσω κ.λπ. προς τους αντίστοιχους τύπους σε -ίσα, -ίσω τών ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ζωγραφίζω < ζωγραφώ, κλονίζω < κλονώ κ.λπ.).
ΠΑΡ. μσν. ἀκονιστός, νεοελλ. ακόνισμα, ακονιστήρι, ακονιστής, ακονιστικός, ακόνιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακονίζω — ακονίζω, ακόνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ακονίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. τροχίζω: Έδωσε τα μαχαίρια να ακονιστούν. 2. ασκώ, οξύνω το νου κάποιου: Τα μαθηματικά ακονίζουν το μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προακονώ — άω, Α ακονίζω κάτι εκ τών προτέρων ή ακονίζω κάτι από μπροστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀκονῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προθήγω — Α ακονίζω κάτι προηγουμένως ή ακονίζω κάτι στην άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακονώ — ( άω) (Α ἀκονῶ) 1. ακονίζω, τροχίζω 2. προκαλώ, εξωθώ, εξάπτω φρ. «ἠκόνησαν ὡς ρομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόνη. ΠΑΡ. ακονητής αρχ. ἀκόνησις μσν. νεοελλ. ακονίζω νεοελλ. ακόνημα] …   Dictionary of Greek

  • εξακονίζω — και ξακονίζω [ακονίζω] ακονίζω, τροχίζω …   Dictionary of Greek

  • καταθήγω — (Α) ακονίζω, τροχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θήγω «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • λιμάρω — 1. ρινίζω, ακονίζω, ξύνω κάτι με τη λίμα 2. μτφ. φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. limare «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παραθήγω — ΜΑ 1. διεγείρω, ερεθίζω 2. παρορμώ, παρακινώ («τὴν ψυχὴν τοῑς καλλίστοις τῶν μελῶν παραθήγειν», Πλούτ.) αρχ. ακονίζω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θήγω «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παραστομώ — όω, Μ κάνω κάτι οξύ, κοφτερό, ακονίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”